- μάννη
- μάννη, ἡ (Α)βλ. μάννα (II) και (III).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάννῃ — μάννα powder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek